- ἑψητόν
- ἑψητόςboiledmasc acc sgἑψητόςboiledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕψητον — ἕψω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd dual ἕψω Acut. (Sp.) pres subj act 2nd dual ἑψάω pres imperat act 2nd dual ἑψάω pres ind act 3rd dual ἑψάω pres ind act 2nd dual ἑψάω imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εψητός — ή, ό (ΑΜ ἑψητός, ή, ον) [ἕψω] ψητός, βραστός, βρασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό το ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλας μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek